Είμαστε οι πιο ευλογημένοι και συνάμα οι πιο καταραμένοι άνθρωποι της γης, εμείς που ζούμε στην Ελλάδα.
Ζούμε στην πιο όμορφη γωνιά της γης, σε έναν ευλογημένο τόπο και ταυτόχρονα έχουμε στο κεφάλι μας τους χειρότερους δυνάστες εδώ και πολλές-πολλές δεκαετίες...
Μέσα στην εβδομάδα θα πάει στη Βουλή το μεσοπρόθεσμο.
Το πιθανότερο έιναι να ψηφιστεί, παρά τους λεονταρισμούς και τους κουτσαβακισμούς διαφόρων κυβερνητικών.
Αυτοί φοβούνται και τον καθρέφτη τους, τον Παπανδρέου δε θα φοβηθούν; Την απώλεια της κομματικής πελατείας και της βουλευτικής δυναμης;
Πιστεύουν πως αν το περάσουν θα μας ρίξουν το ηθικό και θα μας μαντρώσουν!
Δε γνωρίζουν όμως με τι έχουν να κάνουν.
Και οι Έλληνες πολιτικοί και οι Ευρωπαίοι εντολοδόχοι τους.
Ως Έλληνα αυτοί αναγνωρίζουνε το ανδρείκελο Παπακωνσταντίνου και όχι εμένα, εσένα, εμάς, εσάς κλπ.
Αυτοί νομίζουν πως θα τα βάψουμε μαύρα και θα ζούμε με ψυχοφάρμακα και ότι θα περιφερόμαστε ως νεκροζώντανοι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, περιμένοντας υπομονετικά το καρμικό μας τέλος.
Αμ δε!
Εδώ έχουμε τα καλύτερα ψυχοφάρμακα!
Έχουμε τον ήλιο, το βασιλιά μας!
Αυτόν τον άγνωστο φίλο που στέκεται εκεί ψηλά, αυτόν τον ήλιο της δικαιοσύνης, το νοητό που ποτέ δε λησμονά τη χώρα μας!
Έχουμε κι άλλους φίλους! Τα αετόμορφα ψηλά βουνά, που οι κορυφογραμμές τους είναι η καμπύλη των ονείρων μας! Είναι τα κακοτράχαλα όριά μας και ταυτόχρονα είναι ο προορισμός μας για να σταθούμε εκεί πάνω και να δούμε απ την άλλη μεριά!
Ψυχολόγος μας είναι η θάλασσα, αυτά τα νερά στα οποία προστρέχουμε όταν η ζωή μας κάνει νερά...
Είναι αυτή η επιστήμονας που ακούει τους φόβους μας, τιςαμαρτίες μας, τη θλίψη καιτ α όνειρά μας και μας δίνει πάντα κουράγιο να συνεχίσουμε κοιτώντας στον ορίζοντά της!
Αυτή μας διδάσκει ότι τα μακροβούτια στη ζωή κάνουν μεγάλο θόρυβο, είναι εντυπωσιακά, αλλά σχεδόν ποτέ θανατηφόρα. Που με όσο μεγαλύτερη φόρα πέσεις, τόσο δυνατότερα θα σκίσεις τη θάλασσα!
Έχουμε κι άλλα ψυχοφάρμακα... τα τραγούδια μας, τα ποιήματά μας και τα μνημεία μας!
Ό,τι δυσκολία και να χεις, υπάρχει ένα τραγούδι να σε συντροφέψει.
Αυτοί οι φίλοι μας τα τραγούδια, που πότε ψιθυρίζουν και πότε φωνάζουν όλα όσα είναι κρυμμένα στην ψυχή μας και την καθαρίζουν... δι' ελέου και φόβου!
Είτε μια πενιά ενός μπουζουκιού, είτε της κιθάρας, είτε μια δοξαριά ενός βιολιού, είτε της λύρας, είτε η βόλτα των δακτύλων στα πλήκτρα του πιάνου... μεμιάς μπορούν να σου δώσουν μια υπεράνθρωπη δύναμη να συνεχίζεις, σαν το μαγικό ζωμό που έδινε ο Πανοραμίξ στους ανυπότακτους Γαλάτες. Που τελικά δεν ήταν κάποιο μαγικό σκεύασμα, παρά μόνο η πίστη στη δύναμη και στην αλληλεγγύη. Η πίστη στην τελική επικράτηση του δίκαιου αγώνα.
Κι όταν γυρίσεις και δεις την Ακρόπολη, με τον Παρθενώνα της, το Ερεχθείο με τις όμορφες Καρυάτιδες, τα Προπύλαιά της, τον ναό της Απτέρου Νίκης... όταν γυρίσεις και δεις την Πνύκα, τον Κεραμεικό, το ναό του Ποσειδώνος στο Σούνιο, της Αφαίας Αθηνάς στην Αίγινα, τα μνημεία των Θερμοπυλών, τον Τύμβο του Μαραθώνα, τότε το μυαλό σου διεστραμμένα δημιουργεί τις εικόνες μεγαλείου με τον Κολοσσό της Ρόδου, το Φάρο της Αλεξάνδρειας, το παλάτι του Μίνωα, τα Κυκλώπεια Τείχη των Μυκηνών, το θέατρο της Επιδαύρου, το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς, το Ναό τς Αρτέμιδος στην Έφεσο...
όλα όσα υπάρχουν και όσα δεν υπάρχουν πια!
Και τότε, ναι, δεν αισθάνεσαι πια μόνος!
Νιώθεις την ανάσα των προγόνων σου που κατοικούσαν αυτή τη γή και θαυμάζεις το μεγαλείο τους, χωρίς να τυφλώνεσαι απ αυτό.
Δεν τυφλώνεσαι γιατί το βλέπεις, το νιώθεις... μπορείς κι Εσύ όχι μόνο να τους φτάσεις αλλά και να τους ξεπεράσεις!
Νιώθεις τα αγάλματα να ζωντανεύουν και να σου μιλούν, νιώθεις τους ναούς να σφύζουν από ζωή, νιώθεις τους τύμβους να αναταράσσονται από τη ζωτικότητα των πεσόντων για την ελευθερία...
Νιώθεις το σύμπλεγμα του ήλιου, της θάλασσας και των μνημείων της ελευθερίας και του μεγαλείου του Ανθρώπου να γίνονται Ένα, να κατακλύζουν την ψυχή σου σαν ένα άεριο που σε φουσκώνει, που κάνει τα πνευμόνια σου πανιά και την καρδιά σου βάρκα, νιώθεις όλα αυτά να αναμειγνύονται σε μια κοινή ουσία, που δε διαχωρίζεται στα εξ ων συνετέθη... γιατί έχουν γίνει Ένα!
...γιατί όλα αυτά είσαι εσύ, είμαι εγώ, είμαστε εμείς κι είστε εσείς!
Και αυτή είναι η ψυχοθεραπεία μας! Αυτά είναι τα ψυχοφάρμακά μας!
Γι αυτό δεν μπορούν να μας τρελάνουν! Γιατί η φύση προνόησε χιλιάδες χρόνια πριν, όποιοι τύχει και κατοικούν σ αυτόν τον τόπο να έχουν στο ντουλαπάκι της ψυχής τους αυτά το φαρμακείο...
Θα τα καταφέρουμε... είτε έτσι είτε αλλιώς!
Γιατί αυτός ο τόπος είναι προορισμένος απ τη Μοίρα να ζει, να ανοίγει δρόμους και να ενώνει ερήμους!
Είναι προορισμένος, ως άλλος Προμηθέας να προπορεύεται κρατώντας το Φως της Αλήθειας, του Αγώνα, της Ελευθερίας, της Θέωσης του Ανθρώπου.
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
ΤΑ ΠΑΘΗ
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΡΙΤΟ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά
και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα
πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες
με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο,
με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθιο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό,
τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο.
Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σα σημαία,
οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες.
Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον
επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές,
πού 'λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν.
Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το
έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες,
με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει:
μία πήχη φωτιά κάτω απ' τα σίδερα, με τις μαύρες κάνες και τα δόντια του ήλιου.
Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν.
Και χτυπούσανε όπου να 'ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση.
Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε.
Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ' ολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη
παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ' απ' την άκρη της
απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες,
και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία,
και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα.
ς΄
ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ήλιε νοητέ * και μυρσίνη συ δοξαστική μη παρακαλώ σας μη * λησμονάτε τη χώρα μου! Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά * στα ηφαίστεια κλήματα σειρά και τα σπίτια πιο λευκά * στου γλαυκού το γειτόνεμα! Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια * της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά στον αιθέρα στέκει να * και στη θάλασσα μόνη της! Και δεν είναι μήτε ξένου λογισμός * και δικού της μήτε αγάπη μια μόνο πένθος αχ παντού * και το φως ανελέητο! Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό * τα γυρίζω πίσω απ' τον Καιρό τους παλιούς φίλους καλώ * με φοβέρες και μ' αίματα! Μα 'χουν όλα τα αίματα ξαντιμεθεί * κι οι φοβέρες αχ λατομηθεί και στον έναν ο άλλος μπαί * νουν εναντίον οι άνεμοι! Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ * και μυρσίνη συ δοξαστική μη παρακαλώ σας μη * λησμονάτε τη χώρα μου!
Θ΄
ΑΥΤΟΣ είναι ο πάντοτε αφανής δικός μας Ιούδας! Θύρες επτά τον καλύπτουνε και στρατιές επτά παχύνονται στη διακονία του. Mηχανές αέρος τον απάγουνε και βαρύν από γούνα και ταρταρούγα, στα Ηλύσια μέσα και στους Λευκούς Οίκους τον αποθέτουνε. Και γλώσσα καμιά δεν έχει, επειδή όλες δικές του - Και γυναίκα καμιά, επειδή όλες δικές του - ο Παντοδύναμος! Θαυμάζουν οι αφελείς και σιμά στη λάμψη του κρυστάλλου χαμογελούν οι μαυροφορεμένοι, και σκιρτούν των άντρων του Λυκαβητού οι ημίγυμνες τίγρισσες! Αλλά πόρος κανείς για να περάσει ο ήλιος τη φήμη του στο μέλλον, Και ημέρα Κρίσεως καμιά, επειδή εμείς αδελφοί, εμείς η μέρα της Κρίσεως και δικό μας το χέρι που θ' αποθεωθεί - καταπρόσωπο ρίχνοντας τα αργύρια!
ι΄
ΚΑΤΑΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς: ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος! Ο αναίσθητος που όταν όλοι εμείς θρηνούμε αυτός αγαλλιά και όταν όλοι πάλι αγαλλιούμε αυτός αναίτια σκυθρωπάζει. Στις κραυγές μας μπροστά προσπερνά και αδιαφορεί και τα σε μας αόρατα, με τ' αυτί στην πέτρα, σοβαρός και μόνος προσέχει. Ο χωρίς φίλον κανένα μήτε οπαδό, που εμπιστεύεται μόνον το σώμα του και το μέγα μυστήριο στ' αγκαθόφυλλα μέσα του ήλιου αναζητεί, αυτός είναι, ο απόβλητος από τις αγορές του αιώνος! Επειδή νου δεν έχει κι από ξένα δάκρυα κέρδος δε βγάνει και στο θάμνο που καίει την αγωνία μας μοναχά καταδέχεται να ουρεί. Ο αντίχριστος και ανάλγητος δαιμονιστής του αιώνος! Που όταν όλοι εμείς πενθούμε, αυτός ηλιοφορεί. Και όταν όλοι σαρκάζουμε, ιδεοφορεί. Και όταν ειρήνη αγγέλλουμε, μαχαιροφορεί. Καταπρόσωπό μου οι νέοι Αλεξανδρείς εχλεύασαν!
ζ΄
ΑΥΤΟΣ αυτός ο κόσμος * ο ίδιος κόσμος είναι Των ήλιων και του κονιορτού * της τύρβης και του απόδειπνου Ο υφάντης των αστερισμών * ο ασημωτής των βρύων Στη χάση του θυμητικού * στο έβγα των ονείρων Αυτός ο ίδιος κόσμος * αυτός ο κόσμος είναι Κύμβαλο κύμβαλο * και μάταιο γέλιο μακρινό! Αυτός αυτός ο κόσμος * ο ίδιος κόσμος είναι Ο σκυλεύοντας την ηδονή * ο βιάζοντας τις κρήνες Ο πάνω απ' τους Κατακλυσμούς * ο κάτω απ' τους Τυφώνες Ο γαμψός, ο κυφός * ο δασύς, ο πυρρός Τις νύχτες με τη σύριγγα * τις μέρες με τη φόρμιγγα Στα σκύρα των πολιτειών * στους αρτεμώνες των αγρών Αυτός ο πλατυκέφαλος * αυτός ο μακρυκέφαλος Ο εκούσιος * ο ακούσιος Ο υιός Αγγείθ * και ο Σολομών. Αυτός αυτός ο κόσμος * ο ίδιος κόσμος είναι Της άμπωτης και του οργασμού * των τύψεων και της νέφωσης Ο ευρέτης των ζωδιακών * τολμητίας των θόλων Στην άκρη της εκλειπτικής * κι όσο που φτάνει η Χτίσις Αυτός ο ίδιος κόσμος * αυτός ο κόσμος είναι Βούκινο βούκινο * και μάταιο νέφος μακρινό!
ΤΑ ΠΑΘΗ
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΡΙΤΟ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά
και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα
πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες
με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο,
με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθιο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό,
τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο.
Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σα σημαία,
οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες.
Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον
επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές,
πού 'λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν.
Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το
έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες,
με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει:
μία πήχη φωτιά κάτω απ' τα σίδερα, με τις μαύρες κάνες και τα δόντια του ήλιου.
Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν.
Και χτυπούσανε όπου να 'ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση.
Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε.
Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ' ολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη
παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ' απ' την άκρη της
απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες,
και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία,
και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα.
ς΄
ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ήλιε νοητέ * και μυρσίνη συ δοξαστική μη παρακαλώ σας μη * λησμονάτε τη χώρα μου! Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά * στα ηφαίστεια κλήματα σειρά και τα σπίτια πιο λευκά * στου γλαυκού το γειτόνεμα! Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια * της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά στον αιθέρα στέκει να * και στη θάλασσα μόνη της! Και δεν είναι μήτε ξένου λογισμός * και δικού της μήτε αγάπη μια μόνο πένθος αχ παντού * και το φως ανελέητο! Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό * τα γυρίζω πίσω απ' τον Καιρό τους παλιούς φίλους καλώ * με φοβέρες και μ' αίματα! Μα 'χουν όλα τα αίματα ξαντιμεθεί * κι οι φοβέρες αχ λατομηθεί και στον έναν ο άλλος μπαί * νουν εναντίον οι άνεμοι! Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ * και μυρσίνη συ δοξαστική μη παρακαλώ σας μη * λησμονάτε τη χώρα μου!
Θ΄
ΑΥΤΟΣ είναι ο πάντοτε αφανής δικός μας Ιούδας! Θύρες επτά τον καλύπτουνε και στρατιές επτά παχύνονται στη διακονία του. Mηχανές αέρος τον απάγουνε και βαρύν από γούνα και ταρταρούγα, στα Ηλύσια μέσα και στους Λευκούς Οίκους τον αποθέτουνε. Και γλώσσα καμιά δεν έχει, επειδή όλες δικές του - Και γυναίκα καμιά, επειδή όλες δικές του - ο Παντοδύναμος! Θαυμάζουν οι αφελείς και σιμά στη λάμψη του κρυστάλλου χαμογελούν οι μαυροφορεμένοι, και σκιρτούν των άντρων του Λυκαβητού οι ημίγυμνες τίγρισσες! Αλλά πόρος κανείς για να περάσει ο ήλιος τη φήμη του στο μέλλον, Και ημέρα Κρίσεως καμιά, επειδή εμείς αδελφοί, εμείς η μέρα της Κρίσεως και δικό μας το χέρι που θ' αποθεωθεί - καταπρόσωπο ρίχνοντας τα αργύρια!
ι΄
ΚΑΤΑΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς: ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος! Ο αναίσθητος που όταν όλοι εμείς θρηνούμε αυτός αγαλλιά και όταν όλοι πάλι αγαλλιούμε αυτός αναίτια σκυθρωπάζει. Στις κραυγές μας μπροστά προσπερνά και αδιαφορεί και τα σε μας αόρατα, με τ' αυτί στην πέτρα, σοβαρός και μόνος προσέχει. Ο χωρίς φίλον κανένα μήτε οπαδό, που εμπιστεύεται μόνον το σώμα του και το μέγα μυστήριο στ' αγκαθόφυλλα μέσα του ήλιου αναζητεί, αυτός είναι, ο απόβλητος από τις αγορές του αιώνος! Επειδή νου δεν έχει κι από ξένα δάκρυα κέρδος δε βγάνει και στο θάμνο που καίει την αγωνία μας μοναχά καταδέχεται να ουρεί. Ο αντίχριστος και ανάλγητος δαιμονιστής του αιώνος! Που όταν όλοι εμείς πενθούμε, αυτός ηλιοφορεί. Και όταν όλοι σαρκάζουμε, ιδεοφορεί. Και όταν ειρήνη αγγέλλουμε, μαχαιροφορεί. Καταπρόσωπό μου οι νέοι Αλεξανδρείς εχλεύασαν!
ζ΄
ΑΥΤΟΣ αυτός ο κόσμος * ο ίδιος κόσμος είναι Των ήλιων και του κονιορτού * της τύρβης και του απόδειπνου Ο υφάντης των αστερισμών * ο ασημωτής των βρύων Στη χάση του θυμητικού * στο έβγα των ονείρων Αυτός ο ίδιος κόσμος * αυτός ο κόσμος είναι Κύμβαλο κύμβαλο * και μάταιο γέλιο μακρινό! Αυτός αυτός ο κόσμος * ο ίδιος κόσμος είναι Ο σκυλεύοντας την ηδονή * ο βιάζοντας τις κρήνες Ο πάνω απ' τους Κατακλυσμούς * ο κάτω απ' τους Τυφώνες Ο γαμψός, ο κυφός * ο δασύς, ο πυρρός Τις νύχτες με τη σύριγγα * τις μέρες με τη φόρμιγγα Στα σκύρα των πολιτειών * στους αρτεμώνες των αγρών Αυτός ο πλατυκέφαλος * αυτός ο μακρυκέφαλος Ο εκούσιος * ο ακούσιος Ο υιός Αγγείθ * και ο Σολομών. Αυτός αυτός ο κόσμος * ο ίδιος κόσμος είναι Της άμπωτης και του οργασμού * των τύψεων και της νέφωσης Ο ευρέτης των ζωδιακών * τολμητίας των θόλων Στην άκρη της εκλειπτικής * κι όσο που φτάνει η Χτίσις Αυτός ο ίδιος κόσμος * αυτός ο κόσμος είναι Βούκινο βούκινο * και μάταιο νέφος μακρινό!