Συμπληρώθηκαν 99 χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων από τον Ελληνικό Στρατό. Η Τουρκοκρατία δεν είναι τόσο μακρινή όσο νομίζουμε. Οι παππούδες και οι προ παππούδες μας την έζησαν, και μας μετέφεραν από στόμα σε στόμα τους ταραγμένους καιρούς που σημάδεψαν την πρόσφατη ιστορία του τόπου μας.
Μέσα στο πνεύμα των ημερών, των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, σχεδόν κανείς δεν αναφέρεται σε τέτοιες ιστορικές επετείους.
Είναι άκαιρο, ποιος νοιάζεται τώρα για το τι έγινε πριν σχεδόν εκατό χρόνια; Λάθος! Το νόημα μιας επετείου σαν κι αυτής, δεν είναι απλά μια αναφορά ρουτίνας. Πρέπει να δίνει κατ' αρχήν ειδικά στη νεολαία το ερέθισμα για την μελέτη της ιστορίας και στη συνέχεια του παραδειγματισμού και της έμπνευσης. Πρέπει να μας θυμίζει τον προπάππου μας που παιδί ακόμα έζησε τις μάχες στην Ήπειρο και τη Μακεδονία στους Βαλκανικούς και τον Α' παγκόσμιο πόλεμο. Να μας θυμίζει πως την σημερινή μας Ελευθερία την κερδίσαμε με αγώνα και αίμα. Δεν μας την χάρισαν για να παραδίνουμε μέρος της Εθνικής μας κυριαρχίας σε οποιοδήποτε μνημόνιο. Το αίμα δεν μας επιτρέπει "την Πατρίδα ελάττω παραδώσωμεν".
Πηγή: Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912 - 1913
Τόμος Β΄
Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
Ο Ελληνικός Στρατός του 1912, διαθέτοντας σχετικά περιορισμένες δυνάμεις και όντας υποχρεωμένος να διεξάγει επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου, δεν ήταν δυνατό να αναλάβει επιθετικές ενέργειες ταυτόχρονα και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις Έτσι αποφασίστηκε να δοθεί προτεραιότητα στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, αφού το επέβαλλαν σοβαροί εθνικοί λόγοι.
Στην Ήπειρο διατέθηκε αρχικά δύναμη μιας μεραρχίας περίπου, υπό τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη Κωνσταντίνο, με αμυντική κυρίως αποστολή που απέβλεπε στην εξασφάλιση της μεθορίου, η οποία άρχιζε από το Άκτιο (στον Αμβρακικό κόλπο), περνούσε από την Άρτα και κατέληγε στα Τζουμέρκα, συνολικού αναπτύγματος 150 χιλιομέτρων περίπου.
Παρ' όλα αυτά, με την έναρξη του πολέμου, οι ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο (Στρατός Ηπείρου) πέρασαν τον Άραχθο και αφού κατέλαβαν, μετά από σύντομο αγώνα, διάφορα δεσπόζοντα υψώματα στα βορειοδυτικά της Άρτας, προέλασαν προς την Πρέβεζα την οποία απελευθέρωσαν στις 21 Οκτωβρίου και την οργάνωσαν ως βάση εφοδιασμού τους.
Μετά τις παραπάνω επιτυχίες, αλλά και την ευμενή εξέλιξη των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, το Υπουργείο Στρατιωτικών ενίσχυσε το Στρατό Ηπείρου με διάφορες μονάδες από το μακεδονικό μέτωπο και το εσωτερικό και μετέβαλε την αποστολή του από αμυντική σε επιθετική.
Επακολούθησαν σκληροί αγώνες, στη διάρκεια των οποίων τα ελληνικά τμήματα κατέλαβαν στις 28 Οκτωβρίου την ισχυρή τοποθεσία Πέντε Πηγάδια και συνέχισαν προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων. Παράλληλα, άλλα ελληνικά τμήματα, που εξόρμησαν από την περιοχή της Καλαμπάκας, απελευθέρωσαν στις 31 Οκτωβρίου το Μέτσοβο.
Στο μεταξύ όμως οι συνθήκες του αγώνα είχαν μεταβληθεί σημαντικά, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και της σοβαρής ενισχύσεως των Τούρκων με νέες δυνάμεις από την περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι η προέλαση του Ελληνικού Στρατού ανακόπηκε και οι αντίπαλοι περιορίστηκαν σε ανταλλαγή πυρών και αγώνα προφυλακών.
Το τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, ύστερα από απόφαση της Κυβερνήσεως να επιδιώξει την απελευθέρωση της Ηπείρου πριν από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων, ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε με τη IΙ Μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε νέα επιθετική προσπάθεια.
Μετά όμως από αλλεπάλληλες ενέργειες, από 1 μέχρι 3 Δεκεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις προσέκρουσαν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και αναχαιτίστηκαν Επακολούθησε περίοδος στασιμότητας στο μέτωπο, μέχρι της ενισχύσεως του Στρατού Ηπείρου και με τις IV και VI Μεραρχίες από το Θέατρο Επιχειρήσεων Μακεδονίας, αφού στο μεταξύ είχε ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Δυτικής Μακεδονίας και ήταν δυνατή η αποδέσμευση δυνάμεων για την επίσπευση της απελευθερώσεως της Ηπείρου.
«Εξεκίνησα από το Αεροδρόμιο της Νικοπόλεως με αντίθετον αέρα, δι'αυτό με είδανε, βαίνοντα ήρεμον. Ολίγον πρωτού πλησιάσω το «Μπιζάνι», έκρινα καλόν να στρέψω δεξιά προς το «Μέτσοβον», οπόθεν κατερχόμενος να εύρω ούριον άνεμον και συνεπώς να μη μου παρέχονται δυσκολίαι, εις τας κατοπτεύσεις μου. Προς τα κάτω διέκρινα ευκρινέστατα τας λάμψεις και εν γένει όλας τας κινήσεις του πυροβολικού, το οποίον έβαλλε εναντίον μου.
Ευτυχώς αι βολαί, διήλθον μακράν. Μόνον έν θραύσμα οβίδος, εύρηκε τα πτερά του αεροπλάνου μου, τα οποία και διετρήθησαν. Κατά την επιστροφήν μου, επειδή πλέον ήμουν κατακορύφως και εις ύψος 1900 μέτρων, έβαλλε το πεζικόν δια πυρών ομαδόν. Τότε ηναγκάσθην να απαντήσω με ολίγας βόμβας. Παρετήρησα δε αμέσως την ταραχήν, η οποία επεκράτησεν εις το Τουρκικόν στρατόπεδον.»
[Αφήγηση του Υπολοχαγού(MX) Αεροπόρου Μιχαήλ Μουτούση, στην εφημερίδα «Πατρίς» φύλλο της 13-12-1912.]
Νέα επίθεση που έγινε από τις 7 μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 1913, με κύρια προσπάθεια κατά του Οχυρού Μπιζάνι, αναχαιτίστηκε και πάλι από τους Τούρκους, με πολλές μάλιστα απώλειες για τις ελληνικές δυνάμεις.
Τελικά σφοδρή επίθεση, που εκτοξεύτηκε στις 20 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, είχε ως αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό των Τούρκων, ιδίως από τη βαθειά ελληνική εισχώρηση στο δεξιό πλευρό τους και την «άνευ όρων» παράδοση στον Ελληνικό Στρατό της πόλεως των Ιωαννίνων, μετά δύο ημέρες (21 Φεβρουαρίου 1913) από τον Τούρκο Διοικητή Εσσάτ Πασά.
Η νίκη είχε βραβεύσει τις ακαταπόνητες προσπάθειες, τον απαράμιλλο ενθουσιασμό, τη φιλοπατρία και την ακλόνητη πίστη του Έλληνα μαχητή. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής τουρκικής αντιστάσεως στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε πρώτιστα σοβαρή επίδραση στο ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά και από την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς. Ο ενθουσιασμός, με τον οποίο ο λαός των Ιωαννίνων δέχτηκε την είσοδο στην πόλη των ελληνικών στρατευμάτων, κατόπτριζε και τον πανελλήνιο ενθουσιασμό, που ήταν πράγματι πρωτοφανής.
Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, οι IV και VI Μεραρχίες της Στρατιάς Ηπείρου μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Οι υπόλοιπες κινήθηκαν βορειότερα και μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913 απελευθέρωσαν τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου Αργυρόκαστρο, Χειμάρρα, Αγίους Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή και Κλεισούρα, ενώ η Κορυτσά είχε ήδη απελευθερωθεί από τις 7 Δεκεμβρίου 1912.
Ο ακραιφνής ελληνικός πληθυσμός των περιοχών αυτών υποδέχτηκε με απερίγραπτο ενθουσιασμό τα ελληνικά στρατεύματα. Οι απελευθερωτικοί όμως αυτοί αγώνες και οι θυσίες του Ελληνικού Στρατού δεν είχαν τα προσδοκόμενα αποτελέσματα. Οι προαιώνιοι πόθοι και τα όνειρα των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου έμειναν τελικά ανεκπλήρωτα, αφού η Βόρεια Ήπειρος περιλήφθηκε με απόφαση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων στο νεοσύστατο Αλβανικό Κράτος, αλλάζοντας απλώς κυρίαρχο.
Περισσότερα στην ιστοσελιδα του Γενικού Επιτελείου Έθνικής Άμυνας και το σχετικό αφιέρωμα καθώς και στην ιστοσελίδα του Γενικού Επιτελείου Στρατού για το Μουσείο "Χάνι Εμίν Αγά".
"Τα πήραμε τα Γιάννενα, μάτια πολλά το λένε, μάτια πολλά το λένε όπου γεννούν και κλαίνε. Το λεν΄ τα πουλιά των Γρεβενών κι αηδόνια του Μετσόβου, όπου τα σκίαζεν η παγωνιά κι ανατριχίλα φόβου. Το λεν΄ οι χτύποι και οι βροντές, το λένε και οι καμπάνες, το λένε κι οι χαρούμενες κι οι μαυροφόρες μάνες. Το λένε κι οι Γιαννιώτισσες που ζούσαν χρόνια βόγγου, το λένε και οι Σουλιώτισσες κι οι βράχοι του Ζαλόγγου".
Γεώργιος Σουρής
enkripto.com
http://elnewsgr.blogspot.com/2012/02/blog-post_7731.html
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ...Like.... ΜΑΣ ΔΕΙΧΝΕΤΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗΣ ΣΑΣ...ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΤΗΡΙΞΗ ΣΑΣ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΜΕ.....ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ......ΔΙΑΔΩΣΤΕ.....