Μια χώρα πνιγμένη στα χρέη
Στάση πληρωμών έχουν κηρύξει οι καταναλωτές
Διπλασιάστηκε το ποσοστό όσων καθυστερούν την πληρωμή του ενοικίου τους και όσων αλλάζουν σπίτι, αφήνοντας απλήρωτους λογαριασμούς του ρεύματος και της ύδρευσης στους ιδιοκτήτες, αναφέρει η εφημερίδα «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία».Οι ακάλυπτες επιταγές έχουν εκτοξευθεί στα ύψη, τα δάνεια στις τράπεζες χτυπάνε κόκκινο και τα επιπλέον έσοδα του κράτους εξακολουθούν να αποτελούν άπιαστους στόχους, που απλώς αναγράφονται στα χαρτιά...
Στα φροντιστήρια, κατά την προηγούμενη σχολική χρονιά, σχεδόν ένας στους 10 γονείς επικαλέστηκαν αδυναμία πληρωμής των διδάκτρων λόγω οικονομικής αδυναμίας. «Λόγω απόλυσης στον ιδιωτικό τομέα ή περικοπής μισθών στο Δημόσιο», εξηγεί ο Κ. Πετρόπουλος, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος. «Είδαμε με κατανόηση το πρόβλημα, ήρθαμε σε διακανονισμό, ακόμη και στη συνέχιση δωρεάν των μαθημάτων», απαντά.
Οι 22 στους 100 δεν αποπληρώνουν τα καταναλωτικά τους δάνεια. Το 1 στα 10 επιχειρηματικά δάνεια είναι στο κόκκινο ενώ ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων έχει ήδη φτάσει στο 10,7%. Κι όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες έχουν ήδη αναχρηματοδοτήσει περί τα 680.000 δάνεια σε μια προσπάθεια, μέσα από τη «διευκόλυνση» των δανειοληπτών, να συγκρατήσουν τις επισφάλειες στους ισολογισμούς τους.
Τα τμήματα των τραπεζών που ασχολούνται με τις αναχρηματοδοτήσεις των δανείων έχουν πολύ δουλειά το τελευταίο διάστημα. Τουλάχιστον 680.000 Ελληνες, σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε στη Βουλή ο Βασίλης Ράπανος, πρόεδρος της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών, έχουν ζητήσει διευκολύνσεις προκειμένου να σταματήσουν να πληρώσουν.
Μέσα στους πρώτους επτά μήνες του έτους «έσκασαν» επιταγές συνολικού ύψους 1,4 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η χρονιά θα κλείσει με τις ακάλυπτες να ξεπερνούν τα δύο δισεκατομμύρια ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι η φετινή θα είναι η δεύτερη πιο «μαύρη» χρονιά της τελευταίας δεκαετίας (το πρώτο αρνητικό ρεκόρ κρατάει από το 2009, όταν το «σοκ» της παγκόσμιας ύφεσης προκάλεσε και το σκάσιμο επιταγών συνολικού ύψους τριών δισεκατομμυρίων ευρώ).